Η Διαμεσολάβηση είναι μία διαρθρωμένη διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, στην οποία λαμβάνουν μέρος οικειοθελώς δύο ή περισσότερα μέρη, προκειμένου να διερευνήσουν την δυνατότητα ρύθμισης της διαφοράς τους και τυχόν επίλυσής της, με την βοήθεια ενός ουδέτερου, ειδικά εκπαιδευμένου και αμερόληπτου προσώπου, δηλαδή του Διαμεσολαβητή.
Στην Διαμεσολάβηση μπορούν να υπαχθούν διαφορές ιδιωτικού δικαίου (π.χ. αστικές, εμπορικές, οικογενειακές, εργατικές κ.λ.π.), στις οποίες τα μέρη έχουν εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς τους.
Η Διαμεσολάβηση μπορεί να διεξαχθεί σε οποιαδήποτε χρονική φάση μιας διένεξης, δηλαδή πριν την έναρξη ή κατά την διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής.
Η τήρηση της εμπιστευτικότητας και του απορρήτου των πληροφοριών, κατά την διαδικασία, αποτελεί βασική προϋπόθεση, για την οποία μάλιστα αναλαμβάνεται έγγραφη δέσμευση απ’ όλους τους συμμετέχοντες, όπως και για το απόρρητο του περιεχομένου της τελικής συμφωνίας.